(ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ 2 ΙΟΥΛΙΟΥ)
Στο ναό των Βλαχερνών, που είχε κτίσει η βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου και σύζυγος του αυτοκράτορα Μαρκιανού (451-457), είχαν κατατεθεί τα σπάργανα (εντάφια) της Θεοτόκου, τα όποια είχαν σταλεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο. Όταν δε ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Α' ο Θράξ (457-474), δύο πατρίκιοι, οι αυτάδελφοι Γάλβιος και Κάνδιδος, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν, έφτασαν στην Παλαιστίνη. Κατά την επίσκεψή τους στους Αγίους Τόπους, συνάντησαν μία Εβραία, η οποία είχε στην κατοχή της και φύλαγε με πάρα πολύ μεγάλη ευσέβεια, μέσα σε ειδικό κιβώτιο την τίμια Εσθήτα (φόρεμα) της Παναγίας. Τότε οι Γάλβιος και Κάνδιδος, αφού προσκύνησαν το ιερό ένδυμα, έβαλαν σκοπό να το μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Αφού έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν, στην συνέχεια κατασκεύασαν ένα ειδικό κιβώτιο, όμοιο με αυτό πού είχε η Εβραία γυναίκα και φύλαγε το φόρεμα της Θεοτόκου. Το κιβώτιο αυτό, χωρίς να τούς πάρει είδηση η γυναίκα, το άλλαξαν με αυτό που περιείχε την τιμία Εσθήτα, χωρίς να τούς πάρει είδηση. Έτσι λοιπόν πήραν το κιβώτιο με το ιερό ένδυμα και ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη. Όταν έφθασαν στην Πόλη, προσπάθησαν να κρύψουν αυτόν τον πολύτιμο θησαυρό στις Βλαχέρνες. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κρύψουν, γνωστοποίησαν αυτό το γεγονός στον αυτοκράτορα της Πόλης. Ο αυτοκράρορας Λέων, μόλις πληροφορήθηκε τη μεταφορά της τιμίας Εσθητος στην Κωνσταντινούπολη, την παρέλαβε, ασπάστηκε με μεγάλη ευλάβεια το ιερό ένδυμα και το κατέθεσε στο ναό των Βλαχερνών, μέσα σε χρυσή λάρνακα. Η Εσθήτα αυτή υπήρχε μέσα στο ναό των Βλαχερνών μέχρι το έτος 820. Αλλά ο ναός αυτός το 1070 κάηκε και κατόπιν, αφού ανοικοδομήθηκε, από απροσεξία ξανακάηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1434. Βέβαια, πάντα τα τίμια αντικείμενα της Υπεραγίας Θεοτόκου γίνονται αφορμή στους αγωνιζόμενους χριστιανούς να μιμηθούν την αρετή της. Και όπως, λοιπόν, αυτή «διετήρει πάντα τὰ ῥήματα (του Κυρίου) ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.» (Λουκά, β' 51), διατηρούσε, δηλαδή, τα λόγια του Υιού της βαθειά χαραγμένα στην καρδιά της, έτσι ας κάνουμε κι εμείς.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. δ'.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθήτα καὶ Ζώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις, καινοτομεῖται καὶ χρόνος. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Περιβολὴν πᾶσι πιστοῖς ἀφθαρσίας, θεοχαρίτωτε Ἁγνὴ ἐδωρήσω, τὴν Ἱερὰν Ἐσθήτα σου, μεθ’ ἧς τὸ ἱερὸν σῶμα σου ἐσκέπασας, σκέπη θεία ἀνθρώπων, ἧσπερ τὴν κατάθεσιν, ἑορτάζομεν πόθῳ, καὶ ἐκβοώντες κράζομεν πιστῶς, Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.